απολύω

απολύω
κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω)
1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό
3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα)
νεοελλ.
1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω
2. φρ. «απολάω λυτούς και δεμένους» — αποστέλλω τους πάντες για ανεύρεση κάποιου ή για εκτέλεση επείγοντος έργου
μσν.- νεοελλ.
1. περατώνω τη λειτουργία
2. (για λειτουργία) τελειώνω, σχολνώ
3. αφήνω κάτι να χαλαρωθεί, χαλαρώνω
4. (για μαλλιά) αφήνω λυτά
5. εκσφενδονίζω, ρίχνω
αρχ.-μσν.
1. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) ὁ ἀπολελυμένος, -η, -ον
2. απαλλάσσω άπό τη ζωή («νῡν ἀπολύοις τὸν δοῡλον σου»)
αρχ.
Ι. 1. λύνω κάτι από κάπου, αποδεσμεύω
2. απελευθερώνω, απαλλάσσω, απολυτρώνω
3. διαλύω το στράτευμα
4. αθωώνω, απαλλάσσω από κατηγορία
5. χωρίζω, εγκαταλείπω (γυναίκα, άνδρα)
6. πληρώνω οφειλή
7. πουλώ
8. απαλλάσσω από κάτι δυσάρεστο, ανακουφίζω
9. αναχωρώ, απέρχομαι
II. (-ομαι)
1. απελευθερώνω τον εαυτό μου ή επιτυγχάνω με τις ενέργειες μου την απελευθέρωση άλλων
2. αντικρούω κατηγορία, απολογούμαι
3. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι
4. δεν είμαι προσκολλημένος, κινούμαι ελεύθερα
5. (για μητέρα) λευτερώνομαι, γεννώ
6. (για παιδί) γεννιέμαι
7. δεν υπάρχω πλέον, εκλείπω
8. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπολύω — destroy utterly pres subj act 1st sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg (epic) ἀπολύ̱ω , ἀπολύω destroy utterly pres subj act 1st sg ἀπολύ̱ω , ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολύω — απολύω, απέλυσα (σπάν. απόλυσα) βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: απολύω : (με αόριστο απόλυσα) έχει και τη σημασία (για εκκλησιαστική ακολουθία) τελειώνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολύω — όλυσα, ολύθηκα, ολυμένος 1. λύνω κάποιον από τη στρατιωτική του υποχρέωση, κρίνω μαθητή της τελευταίας τάξης σχολείου ότι τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: Απολύθηκαν οι κληρωτοί της κλάσης 1995. 2. παύω υπάλληλο, εργάτη κτλ.: Απολύθηκαν ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολύῃ — ἀπολύω destroy utterly aor subj pass 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres subj mp 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres subj act 3rd sg (epic) ἀπολύ̱ῃ , ἀπολύω destroy utterly pres subj mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύεσθε — ἀπολύω destroy utterly pres imperat mp 2nd pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd pl (epic) ἀπολύ̱εσθε , ἀπολύω destroy utterly pres imperat mp 2nd pl ἀπολύ̱εσθε , ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd pl ἀπολύω destroy utterly imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύετε — ἀπολύω destroy utterly pres imperat act 2nd pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind act 2nd pl (epic) ἀπολύ̱ετε , ἀπολύω destroy utterly pres imperat act 2nd pl ἀπολύ̱ετε , ἀπολύω destroy utterly pres ind act 2nd pl ἀπολύω destroy utterly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυομένω — ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀπολῡομένω , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀπολῡομένω , ἀπολύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυομένων — ἀπολύω destroy utterly pres part mp fem gen pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen pl (epic) ἀπολῡομένων , ἀπολύω destroy utterly pres part mp fem gen pl ἀπολῡομένων , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυόμεθα — ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 1st pl (epic) ἀπολῡόμεθα , ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 1st pl ἀπολύω destroy utterly imperf ind mp 1st pl (epic) ἀπολῡόμεθα , ἀπολύω destroy utterly imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυόμενον — ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc acc sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) ἀπολῡόμενον , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc acc sg ἀπολῡόμενον , ἀπολύω destroy utterly pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”